↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λυγμός οι λυγμοί
      γενική του λυγμού των λυγμών
    αιτιατική τον λυγμό τους λυγμούς
     κλητική λυγμέ λυγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λυγμός < αρχαία ελληνική λυγμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λυγμός αρσενικό

  1. η απότομη σύσπαση που κάνει το στήθος και ο λάρυγγας κατά τη διάρκεια ισχυρού και παρατεταμένου κλάματος
    δεν το λυπάσαι που κλαίει τόση ώρα με λυγμούς;

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

λυγμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λυγμός αρσενικό

  1. λόξιγκας

Συνώνυμα

επεξεργασία