λυγμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λυγμός | οι | λυγμοί |
γενική | του | λυγμού | των | λυγμών |
αιτιατική | τον | λυγμό | τους | λυγμούς |
κλητική | λυγμέ | λυγμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λυγμός < αρχαία ελληνική λυγμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλυγμός αρσενικό
- η απότομη σύσπαση που κάνει το στήθος και ο λάρυγγας κατά τη διάρκεια ισχυρού και παρατεταμένου κλάματος
- δεν το λυπάσαι που κλαίει τόση ώρα με λυγμούς;
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λυγμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαλυγμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλυγμός αρσενικό