Ετυμολογία

επεξεργασία
sanglot < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɑ̃.ɡlo/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sanglot sanglots

sanglot (fr) αρσενικό

Les sanglots longs des violons de l'automne
blessent mon cœur d'une langueur monotone
Paul Verlaine

Συγγενικά

επεξεργασία