sanglotement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sɑ̃.ɡlɔt.mɑ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sanglotement | sanglotements |
sanglotement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
sanglotement | sanglotements |
sanglotement (fr) αρσενικό