ενεστώτας impel
γ΄ ενικό ενεστώτα impels
αόριστος impelled
παθητική μετοχή impelled
ενεργητική μετοχή impelling

  Προφορά

επεξεργασία

/ɪmˈpɛl/

impel (en) (επίσημο)

  1. αναγκάζω, ωθώ, τον κάνω να κάνει κάτι
    ⮡  He felt impelled to marry her.
    Τον ανάγκασαν με το ζόρι να την παντρευτεί.
    ⮡  He was impelled into crime by poverty.
    Ωθήθηκε στο έγκλημα από τη φτώχεια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη force
  2. ωθώ, παρακινώ
     συνώνυμα: incite