impel
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | impel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | impels |
αόριστος | impelled |
παθητική μετοχή | impelled |
ενεργητική μετοχή | impelling |
Προφορά
επεξεργασία/ɪmˈpɛl/
Ρήμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- impel - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 43, 992. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναγκάζω, ωθώ