Κατηγορία:Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Μορφολογία » Προσφύματα » Επιθήματα » Λέξεις κατά επίθημα » -ος |
Λέξεις που δημιουργήθηκαν με το επίθημα -ος από άλλες λέξεις.
- Για όλα τα ουσιαστικά και επίθετα με κατάληξη -ος, δείτε
Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-ος»
Σελίδες στην κατηγορία "Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 360 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβάζος
- άβλαβος
- άβροχος
- αγαθόγνωμος
- άγαρμπος
- αγγειόσπερμος
- αγόγγυστος
- αηδονόφωνος
- ακατάγραφος
- ακατάγραφτος
- ακατάρριπτος
- ακάτεχος
- -άκος
- αλβανολόγος
- Αλσατός
- αμετάλαβος
- άμπακος
- ανάγωγος
- ανεμοκαύκαλος
- ανεμόσαρκος
- ανόρεξος
- απερίκοπος
- απερίκοπτος
- απερίστροφος
- απόμερος
- απόμουχρος
- απονοψυχιά
- Αρμάνδος
- αρνησίθρησκος
- άρριζος
- αρχαιόσυλος
- Ασπροπόταμος
- ασύμπονος
- ασυνειδητοποίητος
- ασύρματος
- άσφαιρος
- αυτάξιος
- αυτόχρωμος
- αφέγγαρος
- αχάμπαρος
- άωρος
Δ
Ε
- έγχαρτος
- έγχρωμος
- ελαιόκαρπος
- εννιασέλιδος
- ενόργανος
- εντεκασέλιδος
- εξάεδρος
- εξαήμερος
- εξαπέταλος
- εξασέλιδος
- εξέλεγχος
- εξώραφος
- εξώφτερνος
- επιζήμιος
- επιμνημόσυνος
- επίπλοκος
- επιπτερύγιος
- επιστημολόγος
- επίσωτρος
- επτάζυμος
- επταήμερος
- επτασέλιδος
- έρριζος
- Ερρίκος
- Ερυθραίος
- ετερόκεντρος
- ετερόμορφος
- ετερόνομος
- εφτάδιπλος
- εφτάζυμος
- εφτασέλιδος
Κ
- -καιρος
- κακόκαρδος
- κακορίζικος
- κακοσήμαδος
- κακότυχος
- καλλίκνημος
- καλόβολος
- καλόγεννος
- καλόγλωσσος
- καλόγνωμος
- καλόγουστος
- καλοθάλασσος
- καλόκαρδος
- καλόσυνος
- καλοτάξιδος
- καλότυχος
- καλόχρονος
- καλυπτήριος
- καρδιόσχημος
- καρούμπαλος
- καστανόχρωμος
- κατάβρεχος
- κατακέφαλος
- κατάκορφος
- κατάπρυμος
- καυχησιολόγος
- -κέφαλος
- κιτρινόχρωμος
- κοινότοπος
- κοκορόμυαλος
- κολαούζος
- κολίγος
- κοντόμερος
- κοντόπαχος
- κοντόπνοος
- κοντοπόδαρος
- κορφολόγος
- κουρνάζος
- κουφόμυαλος
- κρινοδάκτυλος
- κρινοδάχτυλος
- κρυψίγαμος
- κτηματογράφος
Λ
Μ
- μαλλοβάμβακος
- μαλλομέταξος
- μαρνέρος
- μασόνος
- ματαιόδοξος
- ματαιόσχολος
- μαυρομάνικος
- μεγακέφαλος
- μεγαλοδύναμος
- μεγαλόκαρδος
- μελανόδερμος
- μελανόχρωμος
- μεσήλικος
- μεσόστρατος
- μετακάρπιος
- μηνιάτικος
- -μηνος
- μικρόγλωσσος
- μικρογράφος
- μικροδάκτυλος
- μικροκάμωτος
- μικρόκαρδος
- μικρόμυαλος
- μικροπαλαιοντολόγος
- μικρόπρεπος
- μικροτσούτσουνος
- μικρόχαρος
- μονάρχιδος
- μονοήμερος
- μονόκαννος