λεπτοπρόσωπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεπτοπρόσωπος < λεπτοπροσωπ(ία) + -ος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /le.ptoˈpɾo.so.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐πτο‐πρό‐σω‐πος
Επίθετο
επεξεργασίαλεπτοπρόσωπος, -η, -ο
- άτομο που χαρακτηρίζεται από λεπτοπροσωπία
- άτομο με λεπτά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο
- ※ Λεπτοπρόσωπος, μὲ πυκνὰ καστανὰ λεπτὰ μαλλιὰ, μὲ πρόσωπο μᾶλλον καλλιτέχνου καὶ μὲ κυκλικὰ φρύδια, ἐξελίχθη κατ’ ἀρχὰς σ’ ἔνα μυστηριώδη καὶ σατανικὸ συνωμότη, ποὺ ζοῦσε ἐργαζόμενος μὲ τὸ πιστόλι στὸ χέρι, κατόπιν δὲ σὰν ἔνας ἀπὸ τοὺς πιὸ γενναίους διοικητὰς παρτιζάνους τοῦ Τίτο.
- Δημήτριος Μόρος, Ο Μίλοβαν Τζίλας πλήττει τον κομμουνισμόν στην καρδιάν, Αστυνομικά Χρονικά, τχ. 107, 1 Νοεμβρίου 1957, σελ. 5194
- ※ Λεπτοπρόσωπος, μὲ πυκνὰ καστανὰ λεπτὰ μαλλιὰ, μὲ πρόσωπο μᾶλλον καλλιτέχνου καὶ μὲ κυκλικὰ φρύδια, ἐξελίχθη κατ’ ἀρχὰς σ’ ἔνα μυστηριώδη καὶ σατανικὸ συνωμότη, ποὺ ζοῦσε ἐργαζόμενος μὲ τὸ πιστόλι στὸ χέρι, κατόπιν δὲ σὰν ἔνας ἀπὸ τοὺς πιὸ γενναίους διοικητὰς παρτιζάνους τοῦ Τίτο.
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεπτοπρόσωπος
|
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.