Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δωδεκασέλιδος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δωδεκασέλιδ
ος
η
δωδεκασέλιδ
η
το
δωδεκασέλιδ
ο
γενική
του
δωδεκασέλιδ
ου
της
δωδεκασέλιδ
ης
του
δωδεκασέλιδ
ου
αιτιατική
τον
δωδεκασέλιδ
ο
τη
δωδεκασέλιδ
η
το
δωδεκασέλιδ
ο
κλητική
δωδεκασέλιδ
ε
δωδεκασέλιδ
η
δωδεκασέλιδ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δωδεκασέλιδ
οι
οι
δωδεκασέλιδ
ες
τα
δωδεκασέλιδ
α
γενική
των
δωδεκασέλιδ
ων
των
δωδεκασέλιδ
ων
των
δωδεκασέλιδ
ων
αιτιατική
τους
δωδεκασέλιδ
ους
τις
δωδεκασέλιδ
ες
τα
δωδεκασέλιδ
α
κλητική
δωδεκασέλιδ
οι
δωδεκασέλιδ
ες
δωδεκασέλιδ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δωδεκασέλιδος
<
δωδεκα-
+
σελίδα
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
δωδεκασέλιδος, -η, -ο
που έχει δώδεκα
σελίδες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δωδεκασέλιδος