μονόκαννος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /moˈno.ka.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νό‐καν‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαμονόκαννος
- που έχει μόνο μία κάννη
- (ουσιαστικοποιημένο) μονόκαννο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονόκαννος
|