καρούμπαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρούμπαλος < καρούμπαλο + -ος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρούμπαλος αρσενικό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του καρούμπαλο
Πηγές
επεξεργασία- καρούμπαλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρούμπαλος
|