μεγαλοδύναμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαλοδύναμος < λέξη της μεταγενέστερης ελληνικής < μέγας + δύναμις
Επίθετο επεξεργασία
μεγαλοδύναμος,η
- που έχει μεγάλη δύναμη
- (προσφώνηση) παντοδύναμος, προσφώνηση του Θεού ή της Παναγίας