μεγαλοδύναμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαλοδύναμος < ελληνιστική κοινή < μέγας + δύναμις.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε μεγαλο- + δύναμ(η) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαμεγαλοδύναμος, η, ο
- (κτητικό σύνθετο) που έχει μεγάλη δύναμη
- (προσφώνηση) παντοδύναμος, προσφώνηση του Θεού ή της Παναγίας
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μεγαλοδύναμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας