Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλοδύναμος η μεγαλοδύναμη το μεγαλοδύναμο
      γενική του μεγαλοδύναμου της μεγαλοδύναμης του μεγαλοδύναμου
    αιτιατική τον μεγαλοδύναμο τη μεγαλοδύναμη το μεγαλοδύναμο
     κλητική μεγαλοδύναμε μεγαλοδύναμη μεγαλοδύναμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλοδύναμοι οι μεγαλοδύναμες τα μεγαλοδύναμα
      γενική των μεγαλοδύναμων των μεγαλοδύναμων των μεγαλοδύναμων
    αιτιατική τους μεγαλοδύναμους τις μεγαλοδύναμες τα μεγαλοδύναμα
     κλητική μεγαλοδύναμοι μεγαλοδύναμες μεγαλοδύναμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγαλοδύναμος < λέξη της μεταγενέστερης ελληνικής < μέγας + δύναμις

  Επίθετο επεξεργασία

μεγαλοδύναμος,η

  1. που έχει μεγάλη δύναμη
  2. (προσφώνηση) παντοδύναμος, προσφώνηση του Θεού ή της Παναγίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία