μηνιάτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηνιάτικος < μηνιάτικο + -ος < μεσαιωνική ελληνική μηνιατικόν < αρχαία ελληνική μήν
Επίθετο
επεξεργασίαμηνιάτικος
- που έχει σχέση με το μηνιάτικο ή αναφέρεται σ’ αυτό
- άλλη μορφή του μηνιαίος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μηνιάτικος
|