Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιγοέξοδος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λιγοέξοδ
ος
η
λιγοέξοδ
η
το
λιγοέξοδ
ο
γενική
του
λιγοέξοδ
ου
της
λιγοέξοδ
ης
του
λιγοέξοδ
ου
αιτιατική
τον
λιγοέξοδ
ο
τη
λιγοέξοδ
η
το
λιγοέξοδ
ο
κλητική
λιγοέξοδ
ε
λιγοέξοδ
η
λιγοέξοδ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λιγοέξοδ
οι
οι
λιγοέξοδ
ες
τα
λιγοέξοδ
α
γενική
των
λιγοέξοδ
ων
των
λιγοέξοδ
ων
των
λιγοέξοδ
ων
αιτιατική
τους
λιγοέξοδ
ους
τις
λιγοέξοδ
ες
τα
λιγοέξοδ
α
κλητική
λιγοέξοδ
οι
λιγοέξοδ
ες
λιγοέξοδ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιγοέξοδος
<
λίγος
+
-ο-
+
έξοδο
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
λιγοέξοδος
που απαιτεί λίγα
έξοδα
/
δαπάνες
, για να γίνει
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ολιγοέξοδος
Συνώνυμα
επεξεργασία
οικονόμος
ολιγοδάπανος
φειδωλός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιγοέξοδος
→
δείτε
τη λέξη
ολιγοέξοδος