Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολιγοέξοδος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ολιγοέξοδ
ος
η
ολιγοέξοδ
η
το
ολιγοέξοδ
ο
γενική
του
ολιγοέξοδ
ου
της
ολιγοέξοδ
ης
του
ολιγοέξοδ
ου
αιτιατική
τον
ολιγοέξοδ
ο
την
ολιγοέξοδ
η
το
ολιγοέξοδ
ο
κλητική
ολιγοέξοδ
ε
ολιγοέξοδ
η
ολιγοέξοδ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ολιγοέξοδ
οι
οι
ολιγοέξοδ
ες
τα
ολιγοέξοδ
α
γενική
των
ολιγοέξοδ
ων
των
ολιγοέξοδ
ων
των
ολιγοέξοδ
ων
αιτιατική
τους
ολιγοέξοδ
ους
τις
ολιγοέξοδ
ες
τα
ολιγοέξοδ
α
κλητική
ολιγοέξοδ
οι
ολιγοέξοδ
ες
ολιγοέξοδ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολιγοέξοδος
<
ολίγος
+
-ο-
+
έξοδο
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
ολιγοέξοδος
που απαιτεί λίγα
έξοδα
/
δαπάνες
, για να γίνει
Άλλες μορφές
επεξεργασία
λιγοέξοδος
Συνώνυμα
επεξεργασία
οικονόμος
ολιγοδάπανος
φειδωλός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολιγοέξοδος