ζιζανιολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζιζανιολόγος < ζιζανιολογία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζιζανιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (γεωπονία, επάγγελμα) γεωπόνος στην κατεύθυνση της ζιζανιολογίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζιζανιολόγος
|