Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γεωπόνος οι γεωπόνοι
      γενική του/της γεωπόνου των γεωπόνων
    αιτιατική τον/τη γεωπόνο τους/τις γεωπόνους
     κλητική γεωπόνε γεωπόνοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεωπόνος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική géopone < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γεωπόνος < αρχαία ελληνική γῆ + πόνος. Μορφολογικά, γεω- + -πόνος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝe.oˈpo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐ω‐πό‐νος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεωπόνος[1] αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γεωπόνος οἱ γεωπόνοι
      γενική τοῦ γεωπόνου τῶν γεωπόνων
      δοτική τῷ γεωπόν τοῖς γεωπόνοις
    αιτιατική τὸν γεωπόνον τοὺς γεωπόνους
     κλητική ! γεωπόνε γεωπόνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γεωπόνω
γεν-δοτ τοῖν  γεωπόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεωπόνος < γεω- + -πόνος < γῆ + πονέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεωπόνος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία