πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γεωπόνος οι γεωπόνοι
      γενική του/της γεωπόνου των γεωπόνων
    αιτιατική τον/τη γεωπόνο τους/τις γεωπόνους
     κλητική γεωπόνε γεωπόνοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γεωπόνος[1] αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γεωπόνος οἱ γεωπόνοι
      γενική τοῦ γεωπόνου τῶν γεωπόνων
      δοτική τῷ γεωπόν τοῖς γεωπόνοις
    αιτιατική τὸν γεωπόνον τοὺς γεωπόνους
     κλητική ! γεωπόνε γεωπόνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γεωπόνω
γεν-δοτ τοῖν  γεωπόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

γεωπόνος < γεω- + -πόνος < γῆ + πονέω

Ουσιαστικό

επεξεργασία