δεκαρολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δεκαρολόγος < δεκαρολογ(ώ) + -ος (δεκάρ(α) + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδεκαρολόγος αρσενικό
- που δεκαρολογεί μαζεύοντας μικροποσά ή χρηματίζεται με αναξιοπρεπή τρόπο για ευτελές κέρδος
- που είναι τσιγγούνης, φειδωλός στις οικονομικές του συναλλαγές, υπολογίζει μέχρι και την τελευταία δεκάρα
- που δεκαρολογεί, μιλώντας με στόμφο, που βγάζει δεκάρικους λόγους
Μεταφράσεις
επεξεργασία δεκαρολόγος
|
Πηγές
επεξεργασία- δεκαρολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)