Ετυμολογία

επεξεργασία
δεκαρολογώ < δεκάρα + -ο- + -λογώ

δεκαρολογώ

  1. μιλάω σοβαροφανώς και με στόμφο για πράγματα ασήμαντα και άνευ σημασίας
  2. με εξευτελισμούς και ποταπό μέσα κερδίζω μικροποσά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία