δεκαρολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδεκαρολογώ
- μιλάω σοβαροφανώς και με στόμφο για πράγματα ασήμαντα και άνευ σημασίας
- με εξευτελισμούς και ποταπό μέσα κερδίζω μικροποσά
Συγγενικά
επεξεργασία- δεκαρολογία
- δεκαρολόγος
- → δείτε τις λέξεις δεκάρα, δέκα και λέγω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δεκαρολογώ | δεκαρολογούσα | θα δεκαρολογώ | να δεκαρολογώ | δεκαρολογώντας | |
β' ενικ. | δεκαρολογείς | δεκαρολογούσες | θα δεκαρολογείς | να δεκαρολογείς | (δεκαρολόγει) | |
γ' ενικ. | δεκαρολογεί | δεκαρολογούσε | θα δεκαρολογεί | να δεκαρολογεί | ||
α' πληθ. | δεκαρολογούμε | δεκαρολογούσαμε | θα δεκαρολογούμε | να δεκαρολογούμε | ||
β' πληθ. | δεκαρολογείτε | δεκαρολογούσατε | θα δεκαρολογείτε | να δεκαρολογείτε | δεκαρολογείτε | |
γ' πληθ. | δεκαρολογούν(ε) | δεκαρολογούσαν(ε) | θα δεκαρολογούν(ε) | να δεκαρολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δεκαρολόγησα | θα δεκαρολογήσω | να δεκαρολογήσω | δεκαρολογήσει | ||
β' ενικ. | δεκαρολόγησες | θα δεκαρολογήσεις | να δεκαρολογήσεις | δεκαρολόγησε | ||
γ' ενικ. | δεκαρολόγησε | θα δεκαρολογήσει | να δεκαρολογήσει | |||
α' πληθ. | δεκαρολογήσαμε | θα δεκαρολογήσουμε | να δεκαρολογήσουμε | |||
β' πληθ. | δεκαρολογήσατε | θα δεκαρολογήσετε | να δεκαρολογήσετε | δεκαρολογήστε | ||
γ' πληθ. | δεκαρολόγησαν δεκαρολογήσαν(ε) |
θα δεκαρολογήσουν(ε) | να δεκαρολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δεκαρολογήσει | είχα δεκαρολογήσει | θα έχω δεκαρολογήσει | να έχω δεκαρολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δεκαρολογήσει | είχες δεκαρολογήσει | θα έχεις δεκαρολογήσει | να έχεις δεκαρολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει δεκαρολογήσει | είχε δεκαρολογήσει | θα έχει δεκαρολογήσει | να έχει δεκαρολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δεκαρολογήσει | είχαμε δεκαρολογήσει | θα έχουμε δεκαρολογήσει | να έχουμε δεκαρολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δεκαρολογήσει | είχατε δεκαρολογήσει | θα έχετε δεκαρολογήσει | να έχετε δεκαρολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δεκαρολογήσει | είχαν δεκαρολογήσει | θα έχουν δεκαρολογήσει | να έχουν δεκαρολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία δεκαρολογώ
|