Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μικροποσό
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μικροποσ
ό
τα
μικροποσ
ά
γενική
του
μικροποσ
ού
των
μικροποσ
ών
αιτιατική
το
μικροποσ
ό
τα
μικροποσ
ά
κλητική
μικροποσ
ό
μικροποσ
ά
Κατηγορία
όπως «
βουνό
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μικροποσό
<
μικρός
+
-ο-
+
ποσό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μικροποσό
ουδέτερο
μικρό ποσό, μικρή ποσότητα
Έκλεψαν
μικροποσό
απο το
παγκάρι
στον Ιερό Ναό της Ζωοδόχου Πηγής στην Αγιάσο.
(
*
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μικροποσό
αγγλικά
:
doit
(en)
,
trifle
(en)