έγχαρτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έγχαρτος | η | έγχαρτη | το | έγχαρτο |
γενική | του | έγχαρτου | της | έγχαρτης | του | έγχαρτου |
αιτιατική | τον | έγχαρτο | την | έγχαρτη | το | έγχαρτο |
κλητική | έγχαρτε | έγχαρτη | έγχαρτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έγχαρτοι | οι | έγχαρτες | τα | έγχαρτα |
γενική | των | έγχαρτων | των | έγχαρτων | των | έγχαρτων |
αιτιατική | τους | έγχαρτους | τις | έγχαρτες | τα | έγχαρτα |
κλητική | έγχαρτοι | έγχαρτες | έγχαρτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαέγχαρτος, -η, -ο
- που εγγράφεται / καταγράφεται σε χαρτί
- Για τις δικές τους ενέργειες καλεί τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και τη γενική γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του υπουργείου Οικονομίας ο Συνήγορος του Καταναλωτή σχετικά με την απόφαση της ΔΕΗ να χρεώνει με ένα επιπλέον ευρώ τους έγχαρτους λογαριασμούς. (*)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία έγχαρτος
|