Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χάρτινος η χάρτινη το χάρτινο
      γενική του χάρτινου της χάρτινης του χάρτινου
    αιτιατική τον χάρτινο τη χάρτινη το χάρτινο
     κλητική χάρτινε χάρτινη χάρτινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χάρτινοι οι χάρτινες τα χάρτινα
      γενική των χάρτινων των χάρτινων των χάρτινων
    αιτιατική τους χάρτινους τις χάρτινες τα χάρτινα
     κλητική χάρτινοι χάρτινες χάρτινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάρτινος < (ελληνιστική κοινήχάρτινος <χαρτί < αρχαία ελληνική χάρτης

  Επίθετο επεξεργασία

χάρτινος

  1. από χαρτί
    Ας κάνουμε μια χάρτινη κατασκευή σαν σπίτι
  2. (κατ’ επέκταση) που δεν είναι σταθερός, που είναι ίσως και ψεύτικος, ευτελής, κακής ποιότητας
    χάρτινο το φεγγαράκι
    χάρτινος πύργος (αντίστοιχο του "πύργοι στην άμμο", που διαλύονται εύκολα)
    χαρτινοι τοίχοι (πολύ λεπτοί, "ψεύτικοι")
    Η πολυκατοικία κατέρρευσε γιατί ήταν χάρτινη (από υλικά κακής οιότητας)
  3. που ίσως δεν είναι ίσο με κάτι αντίστοιχο που έχει την ίδια ονομασία (π.χ. για νομίσματα)
    χάρτινη λίρα σε αντιδιαστολή προς τη χρυσή

  Μεταφράσεις επεξεργασία