Δείτε επίσης: Ἑρρῖκος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ερρίκος οι Ερρίκοι
      γενική του Ερρίκου των Ερρίκων
    αιτιατική τον Ερρίκο τους Ερρίκους
     κλητική Ερρίκο Ερρίκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ερρίκος < Ἑρρῖκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική Erric(o)[1] + -ος < Enrico < πρωτογερμανικής προέλευσης *Haimarīks[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈɾi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ερ‐ρί‐κος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ερρίκος αρσενικό (θηλυκό Έρρικα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. *Haimarīks στο αγγλικό Βικιλεξικό.