Ερρίκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ερρίκος | οι | Ερρίκοι |
γενική | του | Ερρίκου | των | Ερρίκων |
αιτιατική | τον | Ερρίκο | τους | Ερρίκους |
κλητική | Ερρίκο | Ερρίκοι | ||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ερρίκος < Ἑρρῖκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική Erric(o)[1] + -ος < Enrico < πρωτογερμανικής προέλευσης *Haimarīks[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈɾi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ερ‐ρί‐κος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕρρίκος αρσενικό (θηλυκό Έρρικα)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Ερρίκος Σλήμαν στη Βικιπαίδεια (1822-1890) γερμανός επιχειρηματίας, ανασκαφέας αρχαιολογικών τόπων
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ερρίκος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ *Haimarīks στο αγγλικό Βικιλεξικό.