Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανασκαφέας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ανασκαφ
έας
οι
ανασκαφ
είς
γενική
του
ανασκαφ
έα
των
ανασκαφ
έων
αιτιατική
τον
ανασκαφ
έα
τους
ανασκαφ
είς
κλητική
ανασκαφ
έα
ανασκαφ
είς
Κατηγορία
όπως «
αμφορέας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανασκαφέας
<
ανασκάπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανασκαφέας
αρσενικό ή θηλυκό
(
επάγγελμα
) ο
αρχαιολόγος
που συμμετέχει σε αρχαιολογική
ανασκαφή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανασκαφέας
αγγλικά
:
excavator
(en)