μαρνέρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μαρνέρος | οι | μαρνέροι |
γενική | του | μαρνέρου | των | μαρνέρων |
αιτιατική | τον | μαρνέρο | τους | μαρνέρους |
κλητική | μαρνέρε | μαρνέροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαρνέρος < (άμεσο δάνειο) ισπανική mariner(o) + -ος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαρνέρος αρσενικό
- (παρωχημένο) ναύτης, θαλασσινός
- ※ μαρνέροι εσείς, καλές καρδιές, οπού αρμενάτε πρίμα... (Μιλτιάδης Μαλακάσης, «Στο περιγιάλι», Ασφόδελοι, 1919 [1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαρνέρος
→ δείτε τις λέξεις ναύτης και θαλασσινός |