↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκαήμερος η δεκαήμερη το δεκαήμερο
      γενική του δεκαήμερου της δεκαήμερης του δεκαήμερου
    αιτιατική τον δεκαήμερο τη δεκαήμερη το δεκαήμερο
     κλητική δεκαήμερε δεκαήμερη δεκαήμερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκαήμεροι οι δεκαήμερες τα δεκαήμερα
      γενική των δεκαήμερων των δεκαήμερων των δεκαήμερων
    αιτιατική τους δεκαήμερους τις δεκαήμερες τα δεκαήμερα
     κλητική δεκαήμεροι δεκαήμερες δεκαήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεκαήμερος < ημέρ(α) + ημέρα + -ος[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

δεκαήμερος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία