↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οκταήμερος η οκταήμερη το οκταήμερο
      γενική του οκταήμερου της οκταήμερης του οκταήμερου
    αιτιατική τον οκταήμερο την οκταήμερη το οκταήμερο
     κλητική οκταήμερε οκταήμερη οκταήμερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οκταήμεροι οι οκταήμερες τα οκταήμερα
      γενική των οκταήμερων των οκταήμερων των οκταήμερων
    αιτιατική τους οκταήμερους τις οκταήμερες τα οκταήμερα
     κλητική οκταήμεροι οκταήμερες οκταήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οκταήμερος < οκτα- + ημέρ(α) + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

οκταήμερος, -η, -ο και οχταήμερος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία