Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μικροπαλαιοντολόγος οι μικροπαλαιοντολόγοι
      γενική του/της μικροπαλαιοντολόγου των μικροπαλαιοντολόγων
    αιτιατική τον/τη μικροπαλαιοντολόγο τους/τις μικροπαλαιοντολόγους
     κλητική μικροπαλαιοντολόγε μικροπαλαιοντολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροπαλαιοντολόγος < μικροπαλαιοντολογία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική micropaleontologist)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροπαλαιοντολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία