μικροπαλαιοντολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροπαλαιοντολόγος < μικροπαλαιοντολογία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική micropaleontologist)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροπαλαιοντολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (παλαιοντολογία) επιστήμονας που ασχολείται με την μικροπαλαιοντολογία
- ※ Στο ύπαιθρο ο γεωλόγος–μικροπαλαιοντολόγος πρέπει να κάνει καλή προετοιμασία, δηλαδή σειρά παρατηρήσεων στα ιζήματα, στις συνθήκες απόθεσης των διαφόρων στρωμάτων, καθώς και στα στάδια της διαγενετικής εξέλιξής τους. (*)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροπαλαιοντολόγος
|