μικροπαλαιοντολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροπαλαιοντολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική micropaleontology < αρχαία ελληνική μικρός + παλαιός + λέγω
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροπαλαιοντολογία θηλυκό
- (παλαιοντολογία) κλάδος της παλαιοντολογίας που ασχολείται με τα απολιθωμένα μικροσκοπικά οργανικά κατάλοιπα (μικροαπολιθώματα) του γεωλογικού παρελθόντος
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Micropaleontology στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροπαλαιοντολογία