παλαιοντολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλαιοντολογία | οι | παλαιοντολογίες |
γενική | της | παλαιοντολογίας | των | παλαιοντολογιών |
αιτιατική | την | παλαιοντολογία | τις | παλαιοντολογίες |
κλητική | παλαιοντολογία | παλαιοντολογίες | ||
Ο πληθυντικός είναι καταχρηστικός | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλαιοντολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paléontologie < αρχαία ελληνική παλαιός + ὄν + -λογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλαιοντολογία θηλυκό
- επιστημονικός κλάδος που μελετά την ιστορία της εμφάνισης και της ανάπτυξης της ζωής στη Γη, ειδικά μέσω της μελέτης των απολιθωμάτων
Συγγενικά επεξεργασία
Υπώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλαιοντολογία