Δείτε επίσης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλαιοζωολογία οι παλαιοζωολογίες
      γενική της παλαιοζωολογίας των παλαιοζωολογιών
    αιτιατική την παλαιοζωολογία τις παλαιοζωολογίες
     κλητική παλαιοζωολογία παλαιοζωολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαιοζωολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική palaeozoology

< αρχαία ελληνική παλαιός + αρχαία ελληνική ζῷον + -λογία. Μορφολογικά αναλύεται σε παλαιο- + ζωολογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλαιοζωολογία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία