γεωλόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | γεωλόγος | οι | γεωλόγοι |
γενική | του/της | γεωλόγου | των | γεωλόγων |
αιτιατική | τον/τη | γεωλόγο | τους/τις | γεωλόγους |
κλητική | γεωλόγε | γεωλόγοι | ||
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγεωλόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επιστήμονας που μελετά τα πετρώματα και την ιστορία του στερεού φλοιού της Γης
π.χ. Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω γεωλόγος.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γεωλόγος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γεωλόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας