géologue
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
géologue | géologues |
Ουσιαστικό επεξεργασία
géologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη géologie
ενικός | πληθυντικός |
géologue | géologues |
géologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό