↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτόχρωμος η αυτόχρωμη το αυτόχρωμο
      γενική του αυτόχρωμου της αυτόχρωμης του αυτόχρωμου
    αιτιατική τον αυτόχρωμο την αυτόχρωμη το αυτόχρωμο
     κλητική αυτόχρωμε αυτόχρωμη αυτόχρωμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτόχρωμοι οι αυτόχρωμες τα αυτόχρωμα
      γενική των αυτόχρωμων των αυτόχρωμων των αυτόχρωμων
    αιτιατική τους αυτόχρωμους τις αυτόχρωμες τα αυτόχρωμα
     κλητική αυτόχρωμοι αυτόχρωμες αυτόχρωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτόχρωμος < αυτό- + χρώμα + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

αυτόχρωμος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία