Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιδιόχρωμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Δείτε επίσης
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ιδιόχρωμ
ος
η
ιδιόχρωμ
η
το
ιδιόχρωμ
ο
γενική
του
ιδιόχρωμ
ου
της
ιδιόχρωμ
ης
του
ιδιόχρωμ
ου
αιτιατική
τον
ιδιόχρωμ
ο
την
ιδιόχρωμ
η
το
ιδιόχρωμ
ο
κλητική
ιδιόχρωμ
ε
ιδιόχρωμ
η
ιδιόχρωμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ιδιόχρωμ
οι
οι
ιδιόχρωμ
ες
τα
ιδιόχρωμ
α
γενική
των
ιδιόχρωμ
ων
των
ιδιόχρωμ
ων
των
ιδιόχρωμ
ων
αιτιατική
τους
ιδιόχρωμ
ους
τις
ιδιόχρωμ
ες
τα
ιδιόχρωμ
α
κλητική
ιδιόχρωμ
οι
ιδιόχρωμ
ες
ιδιόχρωμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιδιόχρωμος
<
ιδιό-
+
χρώμ(α)
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
ιδιόχρωμος
που έχει το
δικό
του, το
φυσικό
,
χρώμα
Συνώνυμα
επεξεργασία
αυτόχρωμος
αυτόχρους
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ίδιος
και
χρώμα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
(
ελληνιστική κοινή
) :
αὐτόχροος
/
αὐτόχρους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιδιόχρωμος