→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / αὐτόχροος   > αὐτόχρους τὸ αὐτόχροον   > αὐτόχρουν
      γενική τοῦ/τῆς αὐτοχρόου   > αὐτόχρου τοῦ αὐτοχρόου   > αὐτόχρου
      δοτική τῷ/τῇ αὐτοχρό    > αὐτόχρ τῷ αὐτοχρό    > αὐτόχρ
    αιτιατική τὸν/τὴν αὐτόχροον   > αὐτόχρουν τὸ αὐτόχροον   > αὐτόχρουν
     κλητική ! αὐτόχροε     > αὐτόχρους αὐτόχροον   > αὐτόχρουν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ αὐτόχροοι   > αὐτόχροι τὰ αὐτόχρο   > αὐτόχρο
      γενική τῶν αὐτοχρόων > αὐτόχρων τῶν αὐτοχρόων > αὐτόχρων
      δοτική τοῖς/ταῖς αὐτοχρόοις > αὐτόχροις τοῖς αὐτοχρόοις > αὐτόχροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς αὐτοχρόους > αὐτόχρους τὰ αὐτόχρο   > αὐτόχρο
     κλητική ! αὐτόχροοι   > αὐτόχροι αὐτόχρο   > αὐτόχρο
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αὐτοχρόω   > αὐτόχρω τὼ αὐτοχρόω   > αὐτόχρω
      γεν-δοτ τοῖν αὐτοχρόοιν > αὐτόχροιν τοῖν αὐτοχρόοιν > αὐτόχροιν
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές."
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

αὐτόχρους, -ους, -ουν