αὐτόχρους
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | αὐτόχροος > αὐτόχρους | τὸ | αὐτόχροον > αὐτόχρουν | ||
γενική | τοῦ/τῆς | αὐτοχρόου > αὐτόχρου | τοῦ | αὐτοχρόου > αὐτόχρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | αὐτοχρόῳ > αὐτόχρῳ | τῷ | αὐτοχρόῳ > αὐτόχρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | αὐτόχροον > αὐτόχρουν | τὸ | αὐτόχροον > αὐτόχρουν | ||
κλητική ὦ! | αὐτόχροε > αὐτόχρους | αὐτόχροον > αὐτόχρουν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | αὐτόχροοι > αὐτόχροι | τὰ | αὐτόχροᾰ > αὐτόχροᾰ | ||
γενική | τῶν | αὐτοχρόων > αὐτόχρων | τῶν | αὐτοχρόων > αὐτόχρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | αὐτοχρόοις > αὐτόχροις | τοῖς | αὐτοχρόοις > αὐτόχροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | αὐτοχρόους > αὐτόχρους | τὰ | αὐτόχροᾰ > αὐτόχροᾰ | ||
κλητική ὦ! | αὐτόχροοι > αὐτόχροι | αὐτόχροᾰ > αὐτόχροᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐτοχρόω > αὐτόχρω | τὼ | αὐτοχρόω > αὐτόχρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αὐτοχρόοιν > αὐτόχροιν | τοῖν | αὐτοχρόοιν > αὐτόχροιν | ||
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." | ||||||
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασίααὐτόχρους, -ους, -ουν