ετερόνομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ετερόνομος < ετερονομία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
Επίθετο
επεξεργασίαετερόνομος
- που τον χαρακτηρίζει ετερονομία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ετερονομία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ετερόνομος
|