ετερονομία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ετερονομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hétéronomie < αρχαία ελληνική ἕτερος + νόμος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ετερονομία θηλυκό
- η έλλειψη αυτονομίας
- (φιλοσοφία) έλλειψη αυτόνομης βούλησης, εξάρτηση από εξωγενείς παράγοντες (θρησκεία, νόμοι κ.λπ.)
- (γενετική) ανωμαλία που παρουσιάζεται κατά τη διάπλαση
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ετερονομία