ζέβρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζέβρος | οι | ζέβροι |
γενική | του | ζέβρου | των | ζέβρων |
αιτιατική | τον | ζέβρο | τους | ζέβρους |
κλητική | ζέβρε | ζέβροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζέβρος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζέβρος
|