λιγδοτάμπαρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιγδοτάμπαρος < λιγδοτάμπαρ(ο) + -ος < λίγδ(α) + -ο- + ταμπάρ(ο) + -ος (< ιταλικά tabarro < παλαιά γαλλικά tabart)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.ɣðoˈta.ba.ɾos/
Επίθετο
επεξεργασίαλιγδοτάμπαρος ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (παρωχημένο) που φοράει ένα λιγδιασμένο ταμπάρο
- (μεταφορικά) (παρωχημένο) (μειωτικό) γλοιώδης, σιχαμερός, άπλυτος
- ※ Δεξά του, στη γωνιά, αδύναμος, λιγδοτάμπαρος, φτενοκέφαλος, με τσιμπλιασμένα μάτια, με δυο χοντρές χερούκλες γεμάτες ρόζους, κάθουνταν συμμαζεμένος και ταπεινός ο δεύτερος προεστός (@books.google)
- (ουσιαστικοποιημένο αρσενικό, ως παρατσούκλι ή επώνυμο)
- ※ δεν μπόρεσε να τον ξεγελάσει ο περιβόητος Λιγδοτάμπαρος, ο εργολάβος της πέτρας και να κλέψει τον Δήμο. (@greek‑language.gr)
- Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Τα παλιά καφενεία του Πειραιώς», εφημερίδα Αυγή, 9 Μαρτίου 1958. Από το ανθολόγιο: Νίκος Αξαρλής – Βάσιας Τσοκόπουλος, Πειραιάς- Ανθολόγιο αφηγήσεων, Εκδόσεις Τσαμαντάκη, Πειραιάς 2009, σ.203‑207
- ※ δεν μπόρεσε να τον ξεγελάσει ο περιβόητος Λιγδοτάμπαρος, ο εργολάβος της πέτρας και να κλέψει τον Δήμο. (@greek‑language.gr)
Συγγενικά
επεξεργασία- λιγδοτάμπαρο
- → δείτε τις λέξεις λίγδα και ταμπάρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιγδοτάμπαρος
|