μικροδάκτυλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροδάκτυλος < μικροδακτυλία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική microdactyly < αρχαία ελληνική μικρός + δάκτυλος
Επίθετο
επεξεργασίαμικροδάκτυλος
- (ιατρική) που πάσχει από μικροδακτυλία
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικροδάκτυλος