Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικροδάκτυλος η μικροδάκτυλη το μικροδάκτυλο
      γενική του μικροδάκτυλου της μικροδάκτυλης του μικροδάκτυλου
    αιτιατική τον μικροδάκτυλο τη μικροδάκτυλη το μικροδάκτυλο
     κλητική μικροδάκτυλε μικροδάκτυλη μικροδάκτυλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροδάκτυλοι οι μικροδάκτυλες τα μικροδάκτυλα
      γενική των μικροδάκτυλων των μικροδάκτυλων των μικροδάκτυλων
    αιτιατική τους μικροδάκτυλους τις μικροδάκτυλες τα μικροδάκτυλα
     κλητική μικροδάκτυλοι μικροδάκτυλες μικροδάκτυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροδάκτυλος < μικροδακτυλία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική microdactyly < αρχαία ελληνική μικρός + δάκτυλος

  Επίθετο επεξεργασία

μικροδάκτυλος

  Μεταφράσεις επεξεργασία