↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αηδονόφωνος η αηδονόφωνη το αηδονόφωνο
      γενική του αηδονόφωνου της αηδονόφωνης του αηδονόφωνου
    αιτιατική τον αηδονόφωνο την αηδονόφωνη το αηδονόφωνο
     κλητική αηδονόφωνε αηδονόφωνη αηδονόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αηδονόφωνοι οι αηδονόφωνες τα αηδονόφωνα
      γενική των αηδονόφωνων των αηδονόφωνων των αηδονόφωνων
    αιτιατική τους αηδονόφωνους τις αηδονόφωνες τα αηδονόφωνα
     κλητική αηδονόφωνοι αηδονόφωνες αηδονόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αηδονόφωνος < αηδόν(ι) + -ό- + φων(ή) + -ος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ai̯.ðoˈno.fo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αη‐δο‐νό‐φω‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

αηδονόφωνος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία