↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλόγλωσσος η καλόγλωσση το καλόγλωσσο
      γενική του καλόγλωσσου της καλόγλωσσης του καλόγλωσσου
    αιτιατική τον καλόγλωσσο την καλόγλωσση το καλόγλωσσο
     κλητική καλόγλωσσε καλόγλωσση καλόγλωσσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλόγλωσσοι οι καλόγλωσσες τα καλόγλωσσα
      γενική των καλόγλωσσων των καλόγλωσσων των καλόγλωσσων
    αιτιατική τους καλόγλωσσους τις καλόγλωσσες τα καλόγλωσσα
     κλητική καλόγλωσσοι καλόγλωσσες καλόγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλόγλωσσος < καλό- + γλώσσα + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

καλόγλωσσος

  1. (σπάνιο) γλυκομίλητος
  2. (σπάνιο) εύγλωττος

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία