μεσήλικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεσήλικος < μεσήλικ(ας) + -ος κατά το σχήμα ενήλικας - ενήλικος [1] < ελληνιστική κοινή μεσῆλιξ (εδώ κατά το ἐνήλικος) < αρχαία ελληνική μέσος + ἧλιξ
- Και ουσιαστικοποιημένο.
Επίθετο επεξεργασία
μεσήλικος, -η, -ο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μεσήλικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας