Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσήλικος η μεσήλικη το μεσήλικο
      γενική του μεσήλικου της μεσήλικης του μεσήλικου
    αιτιατική τον μεσήλικο τη μεσήλικη το μεσήλικο
     κλητική μεσήλικε μεσήλικη μεσήλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσήλικοι οι μεσήλικες τα μεσήλικα
      γενική των μεσήλικων των μεσήλικων των μεσήλικων
    αιτιατική τους μεσήλικους τις μεσήλικες τα μεσήλικα
     κλητική μεσήλικοι μεσήλικες μεσήλικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσήλικος < μεσήλικ(ας) + -ος κατά το σχήμα ενήλικας - ενήλικος [1] < ελληνιστική κοινή μεσῆλιξ (εδώ κατά το ἐνήλικος) < αρχαία ελληνική μέσος + ἧλιξ

  Επίθετο επεξεργασία

μεσήλικος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία