μεσῆλιξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | μεσῆλιξ | οἱ/αἱ | μεσήλικες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | μεσήλικος | τῶν | μεσηλίκων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | μεσήλικῐ | τοῖς/ταῖς | μεσήλιξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | μεσήλικᾰ | τοὺς/τὰς | μεσήλικᾰς | ||||
κλητική ὦ! | μεσῆλιξ | μεσήλικες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεσήλικε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μεσηλίκοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεσῆλιξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική (μέσος) μεσ- + ἡλικία -ῆλιξ
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: μεσήλικας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεσῆλιξ αρσενικό ή θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) μεσήλικας, μεσόκοπος
- ※ μεσῆλιξ· ἀπὸ ἐτῶν τεσσαράκοντα ἕως πεντήκοντα (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Μ )
Πηγές
επεξεργασία- μεσῆλιξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.