• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

μεσόκοπος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική μεσόκοπος μεσόκοπη μεσόκοπο
γενική μεσόκοπου μεσόκοπης μεσόκοπου
αιτιατική μεσόκοπο μεσόκοπη μεσόκοπο
κλητική μεσόκοπε μεσόκοπη μεσόκοπο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική μεσόκοποι μεσόκοπες μεσόκοπα
γενική μεσόκοπων μεσόκοπων μεσόκοπων
αιτιατική μεσόκοπους μεσόκοπες μεσόκοπα
κλητική μεσόκοποι μεσόκοπες μεσόκοπα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μεσόκοπος < αρχαία ελληνική μεσόκοπος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

μεσόκοπος, -η, -ο

  • που βρίσκεται σε μια μέση (για τη ζωή ενός ανθρώπου) ηλικία, κάπου γύρω στα 50

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • μεσήλικας

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    μεσόκοπος
  • → δείτε τη λέξη μεσήλικας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μεσόκοπος&oldid=3675863"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Δεκεμβρίου 2016, στις 22:39

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Δεκεμβρίου 2016, στις 22:39.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie