↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετερόμορφος η ετερόμορφη το ετερόμορφο
      γενική του ετερόμορφου της ετερόμορφης του ετερόμορφου
    αιτιατική τον ετερόμορφο την ετερόμορφη το ετερόμορφο
     κλητική ετερόμορφε ετερόμορφη ετερόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετερόμορφοι οι ετερόμορφες τα ετερόμορφα
      γενική των ετερόμορφων των ετερόμορφων των ετερόμορφων
    αιτιατική τους ετερόμορφους τις ετερόμορφες τα ετερόμορφα
     κλητική ετερόμορφοι ετερόμορφες ετερόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ετερόμορφος < ετερομορφία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)

  Επίθετο

επεξεργασία

ετερόμορφος

  1. (βιολογία) που παρουσιάζει ετερομορφία, που έχει διαφορετική μορφή από άλλα άτομα του είδους του ή απ’ ό,τι συνήθως
  2. (σπάνιο) τερατόμορφος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία