ετερομορφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ετερομορφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hétéromorphie < αρχαία ελληνική ἕτερος + μορφή
Ουσιαστικό επεξεργασία
ετερομορφία θηλυκό
- (βιολογία) άλλη μορφή του ετερομορφισμός
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ετερομορφικός
- ετερομορφισμός
- ετερόμορφος
- → δείτε τις λέξεις έτερος και μορφή
Μεταφράσεις επεξεργασία
ετερομορφία
|