↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ετερομορφισμός οι ετερομορφισμοί
      γενική του ετερομορφισμού των ετερομορφισμών
    αιτιατική τον ετερομορφισμό τους ετερομορφισμούς
     κλητική ετερομορφισμέ ετερομορφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ετερομορφισμός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hétéromorphisme

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ετερομορφισμός αρσενικό χωρίς πληθυντικό

  • η ετερομορφία, το φαινόμενο κατά το οποίο ζώα, φυτά ή ορυκτά του ίδιου είδους εμφανίζονται με περισσότερες από μία μορφές

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία