Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ετερομορφισμός οι ετερομορφισμοί
      γενική του ετερομορφισμού των ετερομορφισμών
    αιτιατική τον ετερομορφισμό τους ετερομορφισμούς
     κλητική ετερομορφισμέ ετερομορφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ετερομορφισμός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hétéromorphisme

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ετερομορφισμός αρσενικό χωρίς πληθυντικό

  • η ετερομορφία, το φαινόμενο κατά το οποίο ζώα, φυτά ή ορυκτά του ίδιου είδους εμφανίζονται με περισσότερες από μία μορφές

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία