Δείτε επίσης: αλοτροπισμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλλοτροπισμός οι αλλοτροπισμοί
      γενική του αλλοτροπισμού των αλλοτροπισμών
    αιτιατική τον αλλοτροπισμό τους αλλοτροπισμούς
     κλητική αλλοτροπισμέ αλλοτροπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλλοτροπισμός < αγγλική allotropism < αρχαία ελληνική ἄλλος + τρόπος (αντιδάνειο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλλοτροπισμός αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία