Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλλότροπος η αλλότροπη το αλλότροπο
      γενική του αλλότροπου της αλλότροπης του αλλότροπου
    αιτιατική τον αλλότροπο την αλλότροπη το αλλότροπο
     κλητική αλλότροπε αλλότροπη αλλότροπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλλότροποι οι αλλότροπες τα αλλότροπα
      γενική των αλλότροπων των αλλότροπων των αλλότροπων
    αιτιατική τους αλλότροπους τις αλλότροπες τα αλλότροπα
     κλητική αλλότροποι αλλότροπες αλλότροπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλλότροπος < αρχαία ελληνική ἀλλότροπος < ἄλλος + τρόπος

  Επίθετο επεξεργασία

αλλότροπος (el), , -ο

  1. αλλότροπο χημικό στοιχείο, με διαφορετική ατομική διάταξη
  2. που έχει κάποιες ιδιομορφίες ή ιδιοτροπίες
     συνώνυμα: αλλόκοτος, ιδιότροπος, παράξενος
  3. διαφορετικός, που έχει διαφορετική μορφή ή είναι φτιαγμένος με άλλο τρόπο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλλότροπος (el) αρσενικό, , -ο

  • για αλλότροπο χημικό στοιχείο που είναι αρσενικό ουσιαστικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία