Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλλότροπο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλλότροπο ουδέτερο

  • το ίδιο χημικό στοιχείο σε μία από τις πιθανές δομές που σχηματίζει
    Ο όρος αλλότροπα αφορά χαρακτηρισμό χημικών στοιχείων.
    Συγκεκριμένα, αλλότροπα στοιχεία ονομάζονται όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία εμφανίζονται με περισσότερες της μιας φυσικές μορφές, αφού τα άτομά τους συνδυάζονται με ποικίλους τρόπους.
    Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σκληρό διαμάντι και ο μαλακός γραφίτης που θεωρούνται αλλότροπα του άνθρακα. Παρότι και τα δύο χημικά αυτά στοιχεία αποτελούνται μόνο από άτομα του άνθρακα, εντούτοις εμφανίζονται με διαφορετικές φυσικές ιδιότητες.[1]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αλλότροπο (en)

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αλλότροπος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αλλότροπος